προσρόφηση

προσρόφηση
Φαινόμενο κατά το οποίο μόρια ένος υγρού ή ενός αερίου συγκρατούνται μέσα σε ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα ορισμένων στερεών ουσιών, που ονομάζονται προσροφητές. Τέτοιοι είναι, για παράδειγμα, ο ζωικός άνθρακας, το ενεργό αργίλιο, η αλουμίνα, ο ενεργός βωξίτης. Η π. διακρίνεται σε φυσική και χημική· η πρώτη οφείλεται σε δυνάμεις έλξης μεταξύ των επιφανειακών μορίων του στερεού και των μορίων του υγρού ή του αερίου που έρχονται σε επαφή με το στερεό. Κοινό παράδειγμα αυτού του τύπου π., είναι η χρήση του ταλκ για τον καθαρισμό λεκέδων από λάδι. Αντίθετα η χημική π. παρατηρείται όταν υπάρχει δυνατότητα χημικής αντίδρασης μεταξύ των μορίων του υγρού ή του αερίου και των επιφανειακών μορίων του στερεού. Εφόσον, και στις δύο περιπτώσεις, η π. αφορά στην επιφάνεια του στερεού, το μέγεθός της είναι τόσο μεγαλύτερο, όσο ευρύτερη είναι η προσροφώσα επιφάνεια. Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα στα πορώδη ή σε σώματα που αποτελούνται από κόκκους, τα οποία παρουσιάζουν υψηλή επιφανειακή ανάπτυξη. Οι εφαρμογές της π. στη βιομηχανία και στην τεχνική είναι πολλές, όπως για παράδειγμα, στις προσωπίδες για την προστασία κατά των πολεμικών αερίων, και στις εγκαταστάσεις κλιματισμού· στις τελευταίες, ο αέρας καθαρίζεται από τους υδρατμούς με διήθηση ανάμεσα από πυκνές προσροφητικές ουσίες. Επιπλέον, σε ορισμένες βιομηχανικές επεξεργασίες, οι προσροφητές χρησιμοποιούνται για αποχρωματισμό ή για την επανάκτηση πτητικών διαλυτών. Συνήθως η π. επιτυγχάνεται με τη διάβαση του υγρού, του οποίου θέλουμε να διαχωρίσουμε ένα ή περισσότερα συστατικά ανάμεσα από ένα στρώμα προσροφητή σε κόκκους (μέθοδος διύλισης) ή με τον διασκορπισμό του προσροφητή μέσα στο υγρό που πρόκειται να προσροφήσει (μέθοδος επαφής). Η π. είναι ένα φαινόμενο διάφορο από την απορρόφηση, γιατί αυτή δεν αφορά μόνο το επιφανειακό στρώμα της ουσίας, αλλά ολόκληρο τον όγκο της.
* * *
η, Ν
(φυσ. -χημ.) διείσδυση ξένων μορίων ή ιόντων στην επιφάνεια υγρών ή στερεών, συνήθως πορωδών ή κονιοποιημένων, σωμάτων και η συγκράτησή τους σ' αυτήν, σε αντιδιαστολή με την απορρόφηση, που είναι διείσδυση ουσιών στο εσωτερικό τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • έδαφος — Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα της Γης, μεταξύ του μητρικού πετρώματος και της ατμόσφαιρας, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα φυτά. Το ε. είναι συνεχόμενο λεπτό στρώμα που καλύπτει τον φλοιό της Γης, εκτός από τους βράχους, τις γυμνές βουνοπλαγιές,… …   Dictionary of Greek

  • απορρόφηση — Στη χημεία, είναι το φαινόμενο κατά το οποίο μια αέρια ουσία περνά μέσα από ένα στερεό ή υγρό σώμα, ή μια υγρή ουσία μέσα από ένα στερεό σώμα. H διείσδυση ενός αερίου σε ένα υγρό υπακούει σε έναν νόμο που διατύπωσε το 1803 ο Γουίλιαμ Χένρι: «Η… …   Dictionary of Greek

  • αποχρωματισμός — Επεξεργασία των υγρών προϊόντων με στερεές ουσίες, κατάλληλες να τους προσδώσουν τις ιδιότητες που απαιτεί το εμπόριο. Ο α. είναι μία από τις διάφορες μορφές προσρόφησης και σε αυτή την περίπτωση αφαιρεί τις ανεπιθύμητες ουσίες που βρίσκονται… …   Dictionary of Greek

  • μονομοριακός — ή, ό χημ. αυτός που αναφέρεται σε ένα μόνο μόριο («μονομοριακή προσρόφηση»). [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ., πρβλ. monomolecular (μον[ο] * + molecular «μοριακός»)] …   Dictionary of Greek

  • νιτρογλυκερίνη — Προϊόν που προέρχεται από τη νίτρωση της γλυκερίνης με ένα μείγμα νιτρικού και θειικού οξέος. Ανάλογα με το είδος της επεξεργασίας, προκύπτουν διάφορες v., μεταξύ των οποίων η ν., που παρασκευάστηκε το 1846 από τον Ιταλό χημικό Ασκάνιο Σομπρέρο.… …   Dictionary of Greek

  • φυσικός — ή, ό / φυσικός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Ν [φύσις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φύση ή αυτός που προέρχεται από τη φύση, εγγενής (α. «φυσικά χαρίσματα» β. «πάλιν δὲ ἐρωτώμενος, ἡ ἀνδρεία πότερον εἴη διδακτὸν ἤ φυσικόν», Ξεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ανισόπτερα — (anisoptera). Υπόταξη εντόμων της τάξης των οδοντογνάθων. Οι άλλες δύο υποτάξεις είναι τα ζυγόπτερα και τα ανισοζυγόπτερα. Toμήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 3 έως 5 εκ. Ζουν συνήθως σε μέρη όπου υπάρχουν στάσιμα γλυκά νερά. Τα πίσω τους… …   Dictionary of Greek

  • Γκάισλερ, Χάινριχ — (Heinrich Geissler, Ίγκελσιμπ, Θουριγκία 1815 – Βόνη 1879). Γερμανός εφευρέτης. Εργάστηκε ως υπάλληλος υαλουργείου στο Τίμπινγκεν, εγκαταστάθηκε μετά στην Ολλανδία και το 1854 πήγε στη Βόνη, όπου ίδρυσε εργοστάσιο οργάνων φυσικής και χημείας που… …   Dictionary of Greek

  • Λανγκμιούιρ, Ίρβινγκ — (Irving Langmuir, Μπρούκλιν, Νέα Υόρκη 1881 – Σενεκτέιντι 1957). Αμερικανός χημικός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε στη σχολή μεταλλειολόγων της Κολούμπια και στο πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, στη Γερμανία. Καθηγητής της χημείας στο ινστιτούτο… …   Dictionary of Greek

  • Μάρτιν, Άρτσερ Τζον Πόρτερ — (Archer John Porter Martin, Λονδίνο 1910 – 2002). Βρετανός βιοχημικός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ το 1932 και άρχισε έρευνα σε εργαστήριο χημείας τροφίμων, εκπονώντας παράλληλα το διδακτορικό του. Από το 1938 ξεκίνησε να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”